- επιφωνημάτιον
- ἐπιφωνημάτιον, τὸ (Α)υποκοριστικό τής λ. επιφώνημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιφωνημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφωνημάτια — ἐπιφωνημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)